Στην παρούσα συγκυρία, οι παθολογικές κλινικές στην Ελλάδα βρίσκονται σε κατάσταση σοβαρής κρίσης, με το 30%-40% των θέσεων των παθολόγων να παραμένει κενές. Αυτή η έλλειψη οδηγεί σε υγειονομική ασφυξία στο ΕΣΥ και αναγκάζει τους υπάρχοντες παθολόγους να αναζητούν θέσεις σε άλλα νοσοκομεία, δημιουργώντας ένα κύκλο υπερ-εφημέρευσης. Παράλληλα, η προκήρυξη θέσεων από το Υπουργείο Υγείας δεν φαίνεται να προσελκύει νέο ιατρικό προσωπικό, γεγονός που εντείνει την κρίση.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του νοσοκομείου στην Κω, όπου οι 14 προκηρύξεις για 4 θέσεις παθολόγων έχουν αποβεί άγονες. Ταυτόχρονα, στο νοσοκομείο Σερρών τέσσερις παθολόγοι παραιτήθηκαν το 2024, με τον αριθμό των παραιτήσεων της τελευταίας τετραετίας να φτάνει τις επτά. Παρά τις έντονες ανάγκες, οι παθολόγοι καταλήγουν να καλύπτουν εφημερίες και σε άλλα νοσοκομεία, όπως στο Δράμα και το Κιλκίς, όπου οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν πιέσεις από το υπουργείο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μόλις το 6% των νέων γιατρών επιλέγει να ειδικευτεί στην Παθολογία, ενώ στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 26%. Αυτή η αναντιστοιχία επιβεβαιώνεται από την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, που αναφέρει ότι οι γενικοί ιατροί αντιπροσωπεύουν μόλις το 6% του συνόλου των γιατρών στην Ελλάδα, το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Αντί να επιλύσει τα προβλήματα στη ρίζα τους, ο υπουργός Υγείας, Άδωνης Γεωργιάδης, φαίνεται να «απειλεί» τους παθολόγους με στέρηση της δυνατότητας συνταγογράφησης, εάν δεν ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του υπουργείου για να καλύψουν τα κενά στα νοσοκομεία. Αυτή η πολιτική των “μπαλωμάτων” δεν αναδεικνύει μόνο την ανεπάρκεια του συστήματος, αλλά και την σκοπιμότητα της μείωσης της λειτουργίας του ΕΣΥ μέσα από τη λογική της αγοράς.
Πηγή: documentonews.gr